- αφυπηρετώ
- -ησα, συμπλήρωσα τη θητεία μου στο στρατό και απολύομαι: Σε δύο μήνες θα αφυπηρετήσω κι αμέσως θα ψάξω για δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.